- ἀμφιποτάομαι
- ἀμφι-ποτάομαι: flutter about, only ipf., ἀμφεποτᾶτο τέκνα, Il. 2.315†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αμφιποτάομαι — ἀμφιποτάομαι (Α) (για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ποτάομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
ἀμφιποτᾶται — ἀμφιποτάομαι fly round and round pres subj mp 3rd sg ἀμφιποτάομαι fly round and round pres ind mp 3rd sg ἀμφιποτάομαι fly round and round pres subj mp 3rd sg ἀμφιποτάομαι fly round and round pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφεποτᾶτο — ἀμφιποτάομαι fly round and round imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφεποτῶντο — ἀμφιποτάομαι fly round and round imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιποτᾶτο — ἀ̱μφιποτᾶτο , ἀμφιποτάομαι fly round and round imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀμφιποτάομαι fly round and round imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀμφιποτάομαι fly round and round imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek